- εὔβοτρυς
- εὔβοτρυς, υ, gen. υος,A rich in grapes, S.Ph.548, AP9.668.9 (Marian.): [full] εὐβότρυος, ον, f.l. in Anacreont.4.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύβοτρυς — εὔβοτρυς, υ (Α) αυτός που έχει άφθονα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βότρυς] … Dictionary of Greek
εὔβοτρυς — rich in grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβοτρυν — εὔβοτρυς rich in grapes masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek